αἰρόπινον

αἰρόπινον
αἰρόπινον
Grammatical information: n.
Meaning: `sieve' (Ar. fr. 480). Cf. αἰρόπινον σκοτεινόν, καὶ κόσκινον ἐν ᾧ πυροὶ σήθονται; An. Bk. 359, 24 continues with ὑπερ τοῦ τάς αἶρας διελθεῖν; also αἰρόπινον· τὸ ἀραιὸν κόσκινον· παρὰ τὸ τὰς αἶρας ποιεῖν ἀπεῖναι καὶ χωρίζειν η διὰ τὸ αἴρειν τὸν πίνον ὅ ἐστι τὸν ῥύπον EM 38, 42
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: DELG thinks that it consists of αἴρω (`remove') and πίνος `filth'; for the type Schwyzer 442. Or was it reshaped by folk etymology?
Page in Frisk: 1,44

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αιρόπινον — αἰρόπινον, το (AM) αραιό κόσκινο που χρησιμεύει για τον αποχωρισμό τής αίρας από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται μάλλον για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το ρ. αἴρω «σηκώνω» ή, κατ’ άλλους, το αἶρα (Ι) «η ήρα, ζιζάνιο τών σιτηρών»)… …   Dictionary of Greek

  • αἰρόπινον — sieve neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”